γεροντοκόμος

γεροντοκόμος
γεροντο-κόμος, Greise pflegend

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • γεροντοκόμος — hospital for the old masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γεροντοκόμος — ο, η (Μ γεροντοκόμος) εκείνος που περιποιείται γέρους. [ΕΤΥΜΟΛ. < γέρων ( οντος) + κομος < κομώ «φροντίζω»] …   Dictionary of Greek

  • γεροντοκόμον — γεροντοκόμος hospital for the old masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γεροντοκόμων — γεροντοκόμος hospital for the old masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Thomas II de Constantinople — Thomas II fut patriarche de Constantinople (probablement) du 17 avril 667 à sa mort le 15 novembre 669. Considéré comme un saint par l Église orthodoxe, il est fêté le 16 novembre. Biographie Les dates de son pontificat sont incertaines, les… …   Wikipédia en Français

  • -κόμος — ο, η, θηλ. και α (ΑM κόμος) β συνθετικό πολλών συνθέτων τής Αρχαίας και Νέας Ελληνικής που προέρχεται από το ρ. κομῶ, έω «περιποιούμαι, φροντίζω», που απαντά μόνο στην Αρχαία Ελληνική. Όλα αυτά τα σύνθετα είναι παροξύτονα σε αντιδιαστολή με… …   Dictionary of Greek

  • γέροντας — I Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 450 μ., 27 κάτ.) στην πρώην επαρχία Χαλκίδος του νομού Ευβοίας. Βρίσκεται βόρεια της Ερέτριας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ερετρίας. 2. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 110 μ., 450 κάτ.) στην πρώην… …   Dictionary of Greek

  • γεροντοκομείο — το (Μ γεροντοκομεῑον) [γεροντοκόμος] το γηροκομείο* …   Dictionary of Greek

  • γεροντοκομώ — ( έω) [γεροντοκόμος] γη ροκομώ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”